αρμοστία

αρμοστία
και -εία, η [αρμοστής]
1. η διοίκηση κάποιας χώρας από αρμοστή
2. το κτήριο όπου εδρεύει ο αρμοστής
3. το αξίωμα του αρμοστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”